- τυφλοποιός
- τυφλοποιόςblindingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφλοποιός — όν, ΜΑ αυτός που τυφλώνει κάποιον («ὁ ἔρως τυφλός, ἤγουν τυφλοποιός ποιεῑ γὰρ τοὺς ἐρῶντας τὰ μὴ καλά, καλὰ ἡγεῑσθαι», Ευδοκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ποιός*] … Dictionary of Greek
τυφλοποιόν — τυφλοποιός blinding masc/fem acc sg τυφλοποιός blinding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφλοποιοῦ — τυφλοποιός blinding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek